Σχετικά με το Music School
Στο νέο talent show του MEGA που
εμφανίζεται ως ένα αθώο «Μουσικό Σχολείο», ως μια «μουσική γιορτή γεμάτη
τραγούδι και συναίσθημα»[1], υπάρχει
MEGAλη εκμετάλλευση. Συνεχίζοντας την παράδοση παιδικής εκμετάλλευσης που
εγκαινίασε με το Junior MasterChef, το κανάλι αυτή τη φορά βάζει παιδιά να
ανταγωνιστούν για τον τίτλο του πιο ταλαντούχου celebrity-τραγουδιστή, με
έπαθλο μια υποτροφία για σπουδές στο Ωδείο Αθηνών…
Η sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας
Μια σημαντική κοινωνική-πολιτισμική διαδικασία που
συνδέεται με την εκπομπή, είναι η sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας. Η
sexουαλικοποίηση δεν αφορά φυσικά την αναγνώριση της παιδικής σεξουαλικότητας
αλλά τη διασύνδεση της παιδικής ηλικίας με το sex, την μετατροπή των παιδιών σε
αντικείμενα του σεξουαλικού βλέμματος. Ένα από τα αναχώματα ενάντια στην
sexουαλική εκμετάλλευση των παιδιών δεν διατυπωνόταν μόνο με βιολογικούς όρους
αλλά και με ψυχικούς, συναισθηματικούς. Η μη ολοκληρωμένη θυμική οικονομία των
παιδιών τα τοποθετούσε σε μία ασφαλή απόσταση από την ενήλικη σεξουαλική ζωή. Ένα
παιδί δεν μπορούσε να το ερωτευτεί κανείς· ακόμη κι αν έδειχνε στοιχεία
ερωτικού συναισθήματος, αυτό θεωρούνταν μη ώριμης φύσης και άρα τοποθετούνταν
εκτός της ανάλογης ανταπόκρισης από τους ενήλικες.
Αυτό που συμβαίνει με το
μουσικό σχολείο του MEGA, και που φυσικά αντανακλά μια γενικότερη τάση, είναι η
κατάρρευση αυτού του ανασχετικού φράγματος. Στην συγκεκριμένη εκπομπή, τα
παιδιά καλούνται να μάθουν και να επιτελέσουν μια σειρά από έμφυλες θέσεις και
συμπεριφορές που σχετίζονται με τον έρωτα.[2] Το πιο
σημαντικό στοιχείο είναι πως συχνά καλούνται να ερμηνεύσουν τραγούδια σαν να
είναι μεγάλοι, να νιώσουν λόγια ερωτικής έντασης (πόνου, καημού κτλ.) που δεν
ανταποκρίνονται στα βιώματά τους, λαμβάνοντας σχόλια από τους κριτές πως
ερμήνευσαν το τραγούδι με μεγάλη ωριμότητα και πολύ συναίσθημα και πως φάνηκε
ότι ένιωθαν τα λόγια κτλ.[3] Αυτή η
συστηματική καλλιέργεια της ερωτικής συναισθηματικής ωριμότητας και η δημόσια
έκθεσή και επιτέλεσή της επιτρέπει την σύγκλιση της ερωτικής θυμικής οικονομίας
των παιδιών με αυτή των ενήλικων δίνοντας επιπλέον υπόσταση στο σεξουαλικό βλέμμα
προς τα παιδιά.
Λέμε «επιπλέον υπόσταση» γιατί
η sexουαλικοποίηση του παιδικού σώματος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο σημείο. Η
διαδικασία διαφαίνεται από την διάχυση μέσα στην εφηβική και παιδική ηλικία
μιας έντονης σεξουαλικής κουλτούρας, κάτι που γίνεται ορατό κυρίως στο
facebook. Επιπροσθέτως, αυτό που καθίσταται σαφές μέσα από μια προσεχτική
ανάλυση, είναι πως στον όψιμο καπιταλισμό η παιδική σεξουαλικότητα μετατρέπεται
σε αντικείμενο για την παραγωγή κέρδους και πως η διαδικασία αυτή
εσωτερικεύεται από τα ίδια τα παιδιά/εφήβους. Η σύλληψη στην Θεσσαλονίκη του
τύπου που φωτογράφιζε σε ερωτικές πόζες ανήλικες, κάποιες από τις οποίες ήταν
κάτω των 15 ετών, πέρα από το επιχειρηματικό δαιμόνιο του εν λόγω κυρίου (που επιβεβαιώνει
τα όσα προείπαμε), εγείρει το σοβαρό θέμα του πως τα ίδια τα κορίτσια μπορούσαν
να δουν από μικρή ηλικία την ομορφιά τους και το ερωτικό τους σώμα ως
αντικείμενο παραγωγής πλούτου. Αν και αυτό αφορά κυρίως τα μικρά κορίτσια,
μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την τάση και στα αγόρια.[4]
Βρισκόμαστε στην εποχή το κύριο χαρακτηριστικό της
οποίας κατά την Λακανική ψυχανάλυση είναι η κατάρρευση της συμβολικής
λειτουργίας του Πατέρα, κάτι που επιφέρει την επιστροφή στον Αρχέγονο Πατέρα
κατά τον Φρόυντ· έναν διεστραμμένο πατέρα που διεκδικεί τον έλεγχο πάνω στο
σώμα των κοριτσιών του με διάφορους τρόπους. Η σταδιακή εκμετάλλευση της
παιδικής/εφηβικής σεξουαλικότητας δεν περιορίζεται στην εκπόρνευση παιδιών σε
χώρες της λεγόμενης περιφέρειας ή στις δεκατριάχρονες νιγηριανές στους δρόμους
τις Αθήνας πάνω στις οποίες εκτονώνουν τις σεξουαλικές τους ενορμήσεις αρκετοί
συμπολίτες μας. Αντίθετα, έχει αρχίσει να χτυπάει την πόρτα των έως πρόσφατα
φιλήσυχων και συντηρητικών στρωμάτων. Εμβληματική της τάσης για
sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας και της εκμετάλλευσης της παραγόμενης
sexουλικότητας, είναι η περίπτωση της Κριστίνα Πιμένοβα (βλ. Φώτο), η οποία σε
ηλικία εννέα (9) μόλις ετών κάνει καριέρα στο μόντελινγκ. Τα σχόλια τύπου «σέξυ
πόδια» στις φωτογραφίες της στο facebook καταδεικνύουν την απροσχημάτιστη
κατάρρευση των ορίων της παιδικής ηλικίας. Ο συνδυασμός της ερωτικής
συναισθηματικής ωρίμανσης ή η επιτέλεση ωρίμανσης που παρατηρούμε σε
προγράμματα όπως το music school μαζί με την σεξουαλικοποίηση του
παιδικού/εφηβικού σώματος που παρατηρείται γενικότερα, ανοίγει σταδιακά ένα νέο
πεδίο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με τον όψιμο καπιταλισμό να πραγματώνει τη
φράση «δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του».
Τώρα που το music school κάνει
το τοπίο της παιδικής εκμετάλλευσης πιο οικείο με τους περισσότερους να
χαμογελούν πλέον ανέμελα και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό μπροστά στο θέαμα
της χαριτωμένων παιδιών, δεν θα εκπλαγεί κανένας όταν το MEGA θα παρουσιάσει
κάποιο Next Top Model Kids ή Junior Next Top Model όπου μικρές
Λολίτες θα ποζάρουν σε σέξι πόζες και θα λικνίζονται σε πασαρέλες, προωθώντας έτσι
τον παιδικό προάγγελο της ιδανικής, σέξι και τεχνητά ευτυχισμένης ώριμης
γυναίκας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο κυρίαρχο star system.
Παιδική ηλικία και
συναισθηματική εργασία
Μια άλλη διάσταση η οποία συνδέεται άμεσα
με τη sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας και με την καλλιέργεια της ερωτικής
συναισθηματικής ωριμότητας των παιδιών, είναι η παιδική (συναισθηματική)
εργασία που προωθεί η εκπομπή.
Σε κάθε επεισόδιο, οι
δάσκαλοι-κριτές ζητούν από τα παιδιά να «βγάλουν» ένα κατάλληλο
«συναίσθημα-εμπόρευμα» (μια «θετική συναισθηματικότητα»-«παιδικότητα»), το
οποίο καλείται στη συνέχεια να «καταναλώσει» το κοινό και οι τηλεθεατές. Οι
δάσκαλοι (σε ρόλο υπεύθυνου πρόσληψης σε εταιρία;) αξιολογούν τη συναισθηματική
επιτέλεση των παιδιών λέγοντας συχνά πως το χαμόγελο/κέφι/συναίσθημα δεν ήταν
όσο θα επιθυμούσαν.[5] Με αυτό τον
τρόπο, τα παιδιά μαθαίνουν να εσωτερικεύουν τις εντολές και τις οδηγίες τους,
ρυθμίζοντας ανάλογα τη συναισθηματική τους επιτέλεση.[6] Η «παράσταση»
που καλούνται να δώσουν αφορά ρητά την παραγωγή της κατάλληλης με το κάθε τραγούδι
συναισθηματικής κατάστασης που θα εκδηλώνεται και σε επίπεδο
συμπεριφοράς ως «ανεμελιά», «χαλαρότητα» αλλά και «ωριμότητα») και κυρίως την
επίδειξή της στους κριτές, στο κοινό και στους τηλεθεατές. Η ίδια η ζωή των
παιδιών, το σύνολο της ύπαρξης τους γίνεται εργασία και εμπόρευμα ταυτόχρονα,
που εκμεταλλεύεται και πουλά το κανάλι.[7]
Σε αντίθεση με τον σαφή διαχωρισμό εργασίας και
κοινωνιακότητας-επικοινωνίας, την αυστηρή πειθάρχηση και τον «εξωτερικό»
καταναγκασμό που χαρακτήριζαν το φορντικό εργοστάσιο, στο μεταφορντικό Music
School η εξουσία λειτουργεί μέσω της χαλάρωσης των ορίων μεταξύ εργασίας και
ζωής (εδώ, της ‘παιδικής ηλικίας’), και μέσω της αυτονομίας, της ελευθερίας και
της κινητοποίησης ολόκληρης της ύπαρξης του υποκειμένου · μέσω μιας ‘χαρούμενης
αυτο-εκμετάλλευσης’. Τα παιδιά-συναισθηματικοί εργάτες καλούνται –μέσα από ένα
κλισέ λεξιλόγιο– να «απολαύσουν» την κάθε τους περφόρμανς, να «περάσουν καλά»,
να νιώσουν ή να «βγάλουν» χαρά, να «υπερβούν τα όριά τους» και να «δώσουν τον
καλύτερό τους εαυτό». Τα στημένα σκετσάκια «περνάμε καλά», «χαράς», «παιδικής
ανεμελιάς» και «χαζολογήματος» κατά τις πρόβες, τα κοντινά ζουμ της κάμερας στα
πρόσωπα και στις εκφράσεις των παιδιών ή στα δάκρυα συγκίνησης των κριτών κατά
την ώρα του τραγουδιού, οι αγκαλιές και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις των γονιών μετά
το τραγούδι, αποτελούν βασικό στοιχείο της «συναισθηματικής
κατάστασης-εμπορεύματος» της εκπομπής, κατασκευάζοντας επιδέξια αυτό που μας
παρουσιάζεται ως «αυθόρμητο» και «γνήσιο».
Πέρα από τις όποιες
τραγουδιστικές γνώσεις, αυτό που βασικά διδάσκει η εκπομπή είναι συγκεκριμένα
μοτίβα συναισθηματικής επιτέλεσης και τρόπους διαμόρφωσης του εαυτού που
βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Το
Music School εκπαιδεύει τόσο αυτούς που συμμετέχουν με τη φυσική τους παρουσία όσο
και τους τηλεθεατές σε ένα νέο πρότυπο εργαζόμενου που βρίσκεται υπό
διαμόρφωση. Ο εαυτός που καλούνται να διαμορφώσουν τα παιδιά σε κάθε
«παράσταση-επιτέλεση» (performance), οφείλει να καλλιεργεί και να βελτιώνει
ασταμάτητα τις δεξιότητες του, να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του για να
προωθήσει τον εαυτό του ως εμπόρευμα και να ικανοποιήσει τους πελάτες, να «τα
δίνει όλα», να αυξάνει την αποδοτικότητα και τις επιδόσεις του, να είναι
ευέλικτος και διαρκώς εξελισσόμενος, χωρίς να αντιδρά στην εντατική του
αξιολόγηση και στα πιεστικά έργα που του αναθέτουν (βλ. νέο
πανεπιστήμιο/λύκειο/σχολείο κοκ).[8]
Στο δρόμο που άνοιξαν
δειλά-δειλά τα Stage και τα «κοινωφελή» πεντάμηνα του ΟΑΕΔ (και μας έκαναν
απόλυτα σαφή οι πρόσφατες δηλώσεις Λοβέρδου για τους εθελοντές εκπαιδευτικούς),
αυτό που μας παρουσιάζει η εκπομπή είναι ένας «ωφελούμενος» εργαζόμενος που όχι
μόνο δουλεύει αδιαμαρτύρητα με ελάχιστο ή καθόλου μισθό, αλλά αντιλαμβάνεται
την εργασία του ως «εθελοντισμό», ως εκμάθηση δεξιοτήτων και γνώσεων, σαν μια
μορφή χάρης και αναγνώρισης που του κάνουν οι εκμεταλλευτές του. Στο Music
School, η εργασία, από μισθωτή σχέση και μέσο βιοπορισμού, μετατρέπεται σε μια
εξατομικευμένη συνθήκη που γίνεται σχεδόν αποκλειστικά για λόγους ευχαρίστησης
ή «εμπειρίας».
Στο εργασιακό αυτό μοντέλο, η απλήρωτη εργασία (και
κυρίως το να υιοθετεί κανείς και να εντείνει την ‘χαρούμενη αυτο-εκμετάλλευσή’
του) παρουσιάζεται ως «συσσώρευση εμπειρίας» που είναι «καλή για το βιογραφικό»
ή ως κάτι που αυξάνει το ‘ατομικό κεφάλαιο’ και την «ανταγωνιστικότητα» κάποιου
στην αγορά εργασίας (Λοβέρδος: μοριοδότηση, υπόσχεση μισθού και «κανονικής»
πρόσληψης στο δημόσιο), (Music School: συσσώρευση ορατότητας, φήμης και
«κεφαλαίου τραγουδιστή/τριας-celebrity» που υπόσχονται μια μελλοντική «καριέρα»
στο τραγούδι ή στην τηλεόραση).[9] Αντί για
μισθό, η ‘συμβολική αμοιβή’ αυτού του εργαζόμενου (χαρά, εκμάθηση δεξιοτήτων,
απόκτηση εμπειρίας κτλ) πηγάζει από το να κάνει «χαρούμενους» και «ικανοποιημένους»
εκείνους στους οποίους προσφέρει την «εθελοντική» εργασία του –δηλαδή, τόσο την
επιχείρηση (MEGA) και τους managers-coachers της
(δάσκαλους-αξιολογητές-εμψυχωτές) όσο και τους πελάτες-καταναλωτές της (κοινό,
τηλεθεατές). Στόχος είναι η ‘ταύτιση εργαζομένου-επιχείρησης’ που μας διδάσκουν
τα βιβλία μάνατζμεντ και οργανωσιακής ψυχολογίας ·οι επιθυμίες των εργατών
πρέπει να ευθυγραμμίζονται και να προβλέπουν τις επιθυμίες της επιχείρησης (με
την οποία υποτίθεται έχουν «κοινά» συμφέροντα), ώστε να είναι ήδη
προσαρμοσμένες και σε συμφωνία με αυτή.[10]
Ανταγωνισμός,
Εκμετάλλευση και Ψυχολογία
Το MEGA προσπαθεί
εναγωνίως να αποκρύψει το ότι εκμεταλλεύεται παιδιά και τα ωθεί στον
ανταγωνισμό, με το να τονίζει διαρκώς πως «κανείς δεν αποχωρεί», πως υπάρχουν
μόνο θετικά σχόλια, ζεστοί κριτές και ένα «προστατευτικό κλίμα» ή μια «τρυφερή
ατμόσφαιρα», στην οποία τα παιδιά «περνούν καλά» και «μαθαίνουν πράγματα».
Ωστόσο, οι ψηφοφορίες του καναλιού που καλούν τους τηλεθεατές να διαλέξουν ποια
παιδιά θα «νικήσουν» και θα «περάσουν στον τελικό» (λες και
ποντάρουν σε άλογα κούρσας στον ιππόδρομο) μας δείχνουν μια άλλη εικόνα. Σε
αυτή την κούρσα, φυσικά, όλοι ξέρουν και αναμένουν πως ο νικητής θα είναι ένας.
Αυτό που έχει βέβαια σημασία
δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο νικητής θα είναι ένας, αλλά η προσπάθεια που
γίνεται ώστε αυτό να μη φανεί, να δοθεί η εικόνα πως εδώ είμαστε όλοι ίσοι και
περνάμε καλά, αυτή είναι η ιδεολογική λειτουργία του προγράμματος που αντανακλά
το πέρασμα στον κόσμο των επιχειρήσεων από το «εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια»
στο «εδώ είμαστε όλοι φίλοι», απλά κάποιος θα πάρει προαγωγή αλλά ας μην
χαλάσουμε την ωραία ατμόσφαιρα, ας δούμε αυτήν τη νίκη/προαγωγή ως μέρος του
παιχνιδιού. Η φήμη πως στο Music School χρησιμοποιούνται ψυχολόγοι που
διασφαλίζουν πως τα παιδιά δεν θα βγουν τραυματισμένα από αυτή την διαδικασία
είναι άκρως υποκριτική. Τα παιδιά γνωρίζουν καλά από το σχολείο και τις
εξωσχολικές δραστηριότητες την κουλτούρα του ανταγωνισμού και έχουν «πληγωθεί»
αρκετές φορές. Αυτό που στην ουσία καταδεικνύει η συμμετοχή των ψυχολόγων καθώς
και οι ψυχολογία με την οποία η παρουσιάστρια και οι κριτές τροφοδοτούν τα
παιδιά, είναι η σημασία της ψυχολογίας για την παραγωγή της κατάλληλης
ατμόσφαιρας και «ασφαλών» διεργασιών μέσα από τις οποίες η εκμετάλλευση
παρουσιάζεται ως ένα όμορφο παιχνίδι.[11]
Χρησιμοποιώντας μια ψυχολογική
ορολογία και ερωτήσεις του στυλ «πως ένιωσες;» ή «είχες άγχος;», οι κριτές
καλούν τα παιδιά να υιοθετήσουν ένα ψυχολογικό βλέμμα, που λειτουργεί
δικαιολογώντας την καταπίεση, την εκμετάλλευση και τις λογικές ανταγωνισμού, οι
οποίες μεταφράζονται σε όρους όπως ‘ανασφάλεια’, ‘συστολή’ ή ‘άγχος’, που το
κάθε παιδί οφείλει να «βελτιώσει» και να «διαχειριστεί» ξεχωριστά, ως ατομικό
του «πρόβλημα».[12]
Αυτή η ψυχολογική γλώσσα ασκεί έντονη βία, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται η
έκθεση και η «αντικειμενοποίηση» του εαυτού, η εξονυχιστική
αξιολόγηση-βαθμολόγηση της απόδοσης, της παραγωγικότητάς του και η επισήμανση
των «ατελειών» που πρέπει να βελτιωθούν κάτω απ’ τα επιτηρητικά βλέμματα
κριτών, κοινού και τηλεθεατών.
Για το ζήτημα του Music School, οι –λαλίστατοι για κάθε άλλο θέμα–
ψυχολόγοι έχουν καταπιεί τις γλώσσες τους, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις (βλ. http://kerentzis.blogspot.gr/2014/06/the-voice-kids-music-school.html).
Ωστόσο, το πρόβλημα με τις ψυχολογικού τύπου κριτικές είναι πως περιορίζονται
σε ένα επίπεδο ‘ψυχολογικού τραύματος’ ή ‘κακοποίησης’, αναπαράγοντας παράλληλα
μια πολύ προβληματική θυματοποίηση των παιδιών. Αντίθετα, εκείνο που χρειάζεται
να προσέξουμε είναι οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης και
υποκειμενοποίησης-καθυπόταξης που διαπερνούν τη συγκεκριμένη εκπομπή, καθώς και
το πώς ο μετασχηματισμός που συμβαίνει στον όψιμο καπιταλισμό στη
συναισθηματική ωρίμανση των παιδιών –μετασχηματισμός που ενισχύεται τόσο μέσα
από την τάση sexουαλικοποίησής τους όσο και από τη ‘συναισθηματική εργασία’ τους σε talent show όπως το Music School– συνδέεται με τη μετατροπή της
ίδιας της παιδικής ηλικίας σε εμπόρευμα · σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και
παραγωγής κέρδους.
Το παραπάνω κείμενο είναι μια
συλλογική προσπάθεια της ομάδας διαχείρισης της σελίδας του Δικτύου Κριτικής
Ψυχολογίας, της ομάδας Δια-Τάραξη, της ανεξάρτητης Ομάδας Συνεργατικής
Πρακτικής, καθώς και αρκετών ατόμων που έκαναν παρεμβάσεις και σχόλια στο
κείμενο.
Δίκτυο Κριτικής
Ψυχολογίας
http://criticalpsy-net.blogspot.gr/
Ομάδα Δια-Τάραξη
http://dia-taraksi.blogspot.gr/
Ομάδα Συνεργατικής
Πρακτικής http://pomocriticaltherapy.wordpress.com/
[2] Αυτό είναι κάτι που εντοπίζεται σε πολλές από τις
οδηγίες και σχόλια που δέχονται τα παιδιά από τους κριτές: «αρέσει στις
γυναίκες…στη Ντορετα», «ο Εντμοντ θα ρίξει τις γυναίκες σαν τις μύγες», «βάλε
το πιο κοριτσίστικο που έχεις..φουστίτσα», «κράτα την αγκαλίτσα… μην την κρατάς
σα να πάτε για σουβλάκια. Ρομαντικά».
[3]Εδώ αξίζει να αναστοχαστούμε πάνω στο μαζικό ελληνικό
τραγούδι και την κουλτούρα του, μια συναισθηματική πανούκλα και ερωτική μιζέρια
που μεταδίδεται δυστυχώς σε όλο και πιο μικρές ηλικίες. Παρεμπιπτόντως, δεν
είναι καθόλου περίεργο ότι αυτή η μιζέρια «κουμπώνει» μια χαρά με τη
sexουαλικοποίηση του ενήλικου και παιδικού κόσμου. Η «sexουαλικοποίηση» δεν
είναι παρά θεαματικοποίηση του σεξ που λειτουργεί μόνο σε συνθήκες στέρησης και
μιζέριας, δεν μπορείς να κάνεις σεξουαλικό κάτι που από μόνο του είναι
σεξουαλικό ούτως ή άλλως, μόνο να το καταστείλεις, να το ευτελίσεις και να το
ελέγξεις δια της θεαματικής υπερέκθεσης.
[4] Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα την περίπτωση του Brendan
Jordan, ενός gay έφηβου που
έγινε γνωστός από ένα video
στο οποίο εμφανίζονταν να χορεύει, και
«είχε την τύχη» να γίνει τόσο διάσημος ώστε να τον καλεί στην εκπομπή της η Queen Latifah,
να του στέλνει μηνύματα η Lady Gaga και να συμμετέχει στην καμπάνια της American Apparel.
Υπάρχει μία τάση όπου τα gay αγόρια
sexouαλικοποιούν όλη την υπόστασή τους με διάφορους
τρόπους.
[5] «προκαλεί την καλή διάθεση», «να μας ανεβάσεις»,
«είσαι γεννημένος διασκεδαστής», «λίγο παραπάνω κέφι θα ήθελα», «θα ήθελα να
χαμογελάς περισσότερο», «το χαμόγελο ήθελα να υπάρχει λίγο παραπάνω», «έβγαλες
τα συναισθήματα που έπρεπε», «Μας ξεκούρασες. Σαν να έφυγε από πάνω μας η
κούραση της ημέρας», «εκείνο που θέλω από σένα είναι να το χαρείς το τραγούδι»,
«να σε δει ο κόσμος να είσαι ευχάριστη, να μεταδίδεις ευχάριστα το τραγούδι»,
«θέλω να νιώθεις ότι εννοείς κάθε λέξη. Πρέπει να μπεις σε αυτό το ρόλο»,
«Ξέρεις τι μου έλειψε; Λίγο παραπάνω συναίσθημα. Λίγο παραπάνω πρέπει να το
βάλεις στο κορμί σου».
[6] «για να φανεί ότι το νιώθω πρέπει να το δείξω στο
πρόσωπο μου και ειδικά στα μάτια μου», «Μου είπε (το παιδί) πρέπει να θολώσω τα
μάτια μου. Να τα κάνω να θολώσουν. Να μην βλέπω τον κόσμο», «θα πρέπει να
χαλαρώσω έτσι ώστε να μπορέσω να το ζήσω μέσα μου», «πρέπει να βγάλω
συναίσθημα. Να δουν πως το νιώθω», «Πρέπει να το αισθανθώ το τραγούδι».
[7] Πέρα από την ίδια την εκπομπή, ενδεικτικό του χυδαίου
τρόπου με τον οποίο το MEGA
εκμεταλλεύεται και εμπορευματοποιεί την ‘παιδικότητα’ είναι οι
βρεφικές-νηπιακές φωτογραφίες των παιδιών που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα του
[http://www.megatv.com/themusicschool/default.asp?catid=36097], όσο και το ότι
πάνω από τις μισές διαφημίσεις προϊόντων που προβάλλονται στα διαλείμματα του Music School
στοχεύουν σε ένα παιδικό καταναλωτικό κοινό ή έχουν παιδιά πρωταγωνιστές.
[8] «εξέλιξη που έχεις…κάθε φορά καλύτερη», «άνοδο όσον
αφορά την απόδοσή σου», «είμαι χαρούμενη για τη σημερινή σου απόδοση», «ένα
παιδί με μεγάλη προοπτική για εξέλιξη», «Έδωσες τον καλύτερό σου εαυτό. Μπορείς
να φτάσεις πολύ ψηλά», «Ενώ είναι τέλεια, συνεχώς βελτιώνεται».
[9] μία ψευδή υπόσχεση ευτυχίας για χάρη της οποίας τα
παιδιά πρέπει να σφυρηλατηθούν στις εξοντωτικές πρόβες και στο αυστηρό
πρόγραμμα και μέσα από την οποία νομιμοποιούνται αλλά και ηθικοποιούνται ο
χρόνος και ο κόπος που αφιερώνονται.
[10] (Κριτής: «Πώς αισθάνθηκες;» Παιδί: «Ωραία». Κριτής:
«Κι εμείς αισθανθήκαμε ωραία…»), (Κριτής: «το απήλαυσα το τραγούδι και ελπίζω
και εσύ. Αυτό έχει σημασία. Να απολαμβάνεις το τραγούδι»).
[11] Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε πως η συστηματική πίεση που
δέχονται τα παιδιά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κριτών αποκρύπτεται
επιδέξια ή εμφανίζεται φευγαλέα κυρίως στη στιγμή της αξιολόγησης, της
ανακοίνωσης του νικητή ή εκφράζεται έμμεσα με παράπονα για τη δυσκολία των
κομματιών.
[12] «ντροπαλή, πρέπει να αποβάλλει την ανασφάλεια και να
πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της», «να κάνεις πράγματα για να ξεπεράσεις τη
συστολή», «έχεις άγχος παραπάνω από το κανονικό», «σίγουρη για τον εαυτό της.
έχει αυτοπεποίθηση», «απέβαλλες το άγχος», «δεν πιστεύω να ‘χουμε άγχος»,
«ανέβηκες με σιγουριά, απέβαλες ανασφάλειες», «η καλύτερή σου φορά χωρίς
αμφιβολία. επιτέλους ανέβηκες με σιγουριά».
Αυτό που συμβαίνει με το μουσικό σχολείο του MEGA, και που φυσικά αντανακλά μια γενικότερη τάση, είναι η κατάρρευση αυτού του ανασχετικού φράγματος. Στην συγκεκριμένη εκπομπή, τα παιδιά καλούνται να μάθουν και να επιτελέσουν μια σειρά από έμφυλες θέσεις και συμπεριφορές που σχετίζονται με τον έρωτα.[2] Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι πως συχνά καλούνται να ερμηνεύσουν τραγούδια σαν να είναι μεγάλοι, να νιώσουν λόγια ερωτικής έντασης (πόνου, καημού κτλ.) που δεν ανταποκρίνονται στα βιώματά τους, λαμβάνοντας σχόλια από τους κριτές πως ερμήνευσαν το τραγούδι με μεγάλη ωριμότητα και πολύ συναίσθημα και πως φάνηκε ότι ένιωθαν τα λόγια κτλ.[3] Αυτή η συστηματική καλλιέργεια της ερωτικής συναισθηματικής ωριμότητας και η δημόσια έκθεσή και επιτέλεσή της επιτρέπει την σύγκλιση της ερωτικής θυμικής οικονομίας των παιδιών με αυτή των ενήλικων δίνοντας επιπλέον υπόσταση στο σεξουαλικό βλέμμα προς τα παιδιά.
Λέμε «επιπλέον υπόσταση» γιατί η sexουαλικοποίηση του παιδικού σώματος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο σημείο. Η διαδικασία διαφαίνεται από την διάχυση μέσα στην εφηβική και παιδική ηλικία μιας έντονης σεξουαλικής κουλτούρας, κάτι που γίνεται ορατό κυρίως στο facebook. Επιπροσθέτως, αυτό που καθίσταται σαφές μέσα από μια προσεχτική ανάλυση, είναι πως στον όψιμο καπιταλισμό η παιδική σεξουαλικότητα μετατρέπεται σε αντικείμενο για την παραγωγή κέρδους και πως η διαδικασία αυτή εσωτερικεύεται από τα ίδια τα παιδιά/εφήβους. Η σύλληψη στην Θεσσαλονίκη του τύπου που φωτογράφιζε σε ερωτικές πόζες ανήλικες, κάποιες από τις οποίες ήταν κάτω των 15 ετών, πέρα από το επιχειρηματικό δαιμόνιο του εν λόγω κυρίου (που επιβεβαιώνει τα όσα προείπαμε), εγείρει το σοβαρό θέμα του πως τα ίδια τα κορίτσια μπορούσαν να δουν από μικρή ηλικία την ομορφιά τους και το ερωτικό τους σώμα ως αντικείμενο παραγωγής πλούτου. Αν και αυτό αφορά κυρίως τα μικρά κορίτσια, μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την τάση και στα αγόρια.[4]
Τώρα που το music school κάνει το τοπίο της παιδικής εκμετάλλευσης πιο οικείο με τους περισσότερους να χαμογελούν πλέον ανέμελα και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό μπροστά στο θέαμα της χαριτωμένων παιδιών, δεν θα εκπλαγεί κανένας όταν το MEGA θα παρουσιάσει κάποιο Next Top Model Kids ή Junior Next Top Model όπου μικρές Λολίτες θα ποζάρουν σε σέξι πόζες και θα λικνίζονται σε πασαρέλες, προωθώντας έτσι τον παιδικό προάγγελο της ιδανικής, σέξι και τεχνητά ευτυχισμένης ώριμης γυναίκας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο κυρίαρχο star system.
Σε κάθε επεισόδιο, οι δάσκαλοι-κριτές ζητούν από τα παιδιά να «βγάλουν» ένα κατάλληλο «συναίσθημα-εμπόρευμα» (μια «θετική συναισθηματικότητα»-«παιδικότητα»), το οποίο καλείται στη συνέχεια να «καταναλώσει» το κοινό και οι τηλεθεατές. Οι δάσκαλοι (σε ρόλο υπεύθυνου πρόσληψης σε εταιρία;) αξιολογούν τη συναισθηματική επιτέλεση των παιδιών λέγοντας συχνά πως το χαμόγελο/κέφι/συναίσθημα δεν ήταν όσο θα επιθυμούσαν.[5] Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά μαθαίνουν να εσωτερικεύουν τις εντολές και τις οδηγίες τους, ρυθμίζοντας ανάλογα τη συναισθηματική τους επιτέλεση.[6] Η «παράσταση» που καλούνται να δώσουν αφορά ρητά την παραγωγή της κατάλληλης με το κάθε τραγούδι συναισθηματικής κατάστασης που θα εκδηλώνεται και σε επίπεδο συμπεριφοράς ως «ανεμελιά», «χαλαρότητα» αλλά και «ωριμότητα») και κυρίως την επίδειξή της στους κριτές, στο κοινό και στους τηλεθεατές. Η ίδια η ζωή των παιδιών, το σύνολο της ύπαρξης τους γίνεται εργασία και εμπόρευμα ταυτόχρονα, που εκμεταλλεύεται και πουλά το κανάλι.[7]
Σε αντίθεση με τον σαφή διαχωρισμό εργασίας και κοινωνιακότητας-επικοινωνίας, την αυστηρή πειθάρχηση και τον «εξωτερικό» καταναγκασμό που χαρακτήριζαν το φορντικό εργοστάσιο, στο μεταφορντικό Music School η εξουσία λειτουργεί μέσω της χαλάρωσης των ορίων μεταξύ εργασίας και ζωής (εδώ, της ‘παιδικής ηλικίας’), και μέσω της αυτονομίας, της ελευθερίας και της κινητοποίησης ολόκληρης της ύπαρξης του υποκειμένου · μέσω μιας ‘χαρούμενης αυτο-εκμετάλλευσης’. Τα παιδιά-συναισθηματικοί εργάτες καλούνται –μέσα από ένα κλισέ λεξιλόγιο– να «απολαύσουν» την κάθε τους περφόρμανς, να «περάσουν καλά», να νιώσουν ή να «βγάλουν» χαρά, να «υπερβούν τα όριά τους» και να «δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό». Τα στημένα σκετσάκια «περνάμε καλά», «χαράς», «παιδικής ανεμελιάς» και «χαζολογήματος» κατά τις πρόβες, τα κοντινά ζουμ της κάμερας στα πρόσωπα και στις εκφράσεις των παιδιών ή στα δάκρυα συγκίνησης των κριτών κατά την ώρα του τραγουδιού, οι αγκαλιές και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις των γονιών μετά το τραγούδι, αποτελούν βασικό στοιχείο της «συναισθηματικής κατάστασης-εμπορεύματος» της εκπομπής, κατασκευάζοντας επιδέξια αυτό που μας παρουσιάζεται ως «αυθόρμητο» και «γνήσιο».
Πέρα από τις όποιες τραγουδιστικές γνώσεις, αυτό που βασικά διδάσκει η εκπομπή είναι συγκεκριμένα μοτίβα συναισθηματικής επιτέλεσης και τρόπους διαμόρφωσης του εαυτού που βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Το Music School εκπαιδεύει τόσο αυτούς που συμμετέχουν με τη φυσική τους παρουσία όσο και τους τηλεθεατές σε ένα νέο πρότυπο εργαζόμενου που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Ο εαυτός που καλούνται να διαμορφώσουν τα παιδιά σε κάθε «παράσταση-επιτέλεση» (performance), οφείλει να καλλιεργεί και να βελτιώνει ασταμάτητα τις δεξιότητες του, να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του για να προωθήσει τον εαυτό του ως εμπόρευμα και να ικανοποιήσει τους πελάτες, να «τα δίνει όλα», να αυξάνει την αποδοτικότητα και τις επιδόσεις του, να είναι ευέλικτος και διαρκώς εξελισσόμενος, χωρίς να αντιδρά στην εντατική του αξιολόγηση και στα πιεστικά έργα που του αναθέτουν (βλ. νέο πανεπιστήμιο/λύκειο/σχολείο κοκ).[8]
Στο δρόμο που άνοιξαν δειλά-δειλά τα Stage και τα «κοινωφελή» πεντάμηνα του ΟΑΕΔ (και μας έκαναν απόλυτα σαφή οι πρόσφατες δηλώσεις Λοβέρδου για τους εθελοντές εκπαιδευτικούς), αυτό που μας παρουσιάζει η εκπομπή είναι ένας «ωφελούμενος» εργαζόμενος που όχι μόνο δουλεύει αδιαμαρτύρητα με ελάχιστο ή καθόλου μισθό, αλλά αντιλαμβάνεται την εργασία του ως «εθελοντισμό», ως εκμάθηση δεξιοτήτων και γνώσεων, σαν μια μορφή χάρης και αναγνώρισης που του κάνουν οι εκμεταλλευτές του. Στο Music School, η εργασία, από μισθωτή σχέση και μέσο βιοπορισμού, μετατρέπεται σε μια εξατομικευμένη συνθήκη που γίνεται σχεδόν αποκλειστικά για λόγους ευχαρίστησης ή «εμπειρίας».
Στο εργασιακό αυτό μοντέλο, η απλήρωτη εργασία (και κυρίως το να υιοθετεί κανείς και να εντείνει την ‘χαρούμενη αυτο-εκμετάλλευσή’ του) παρουσιάζεται ως «συσσώρευση εμπειρίας» που είναι «καλή για το βιογραφικό» ή ως κάτι που αυξάνει το ‘ατομικό κεφάλαιο’ και την «ανταγωνιστικότητα» κάποιου στην αγορά εργασίας (Λοβέρδος: μοριοδότηση, υπόσχεση μισθού και «κανονικής» πρόσληψης στο δημόσιο), (Music School: συσσώρευση ορατότητας, φήμης και «κεφαλαίου τραγουδιστή/τριας-celebrity» που υπόσχονται μια μελλοντική «καριέρα» στο τραγούδι ή στην τηλεόραση).[9] Αντί για μισθό, η ‘συμβολική αμοιβή’ αυτού του εργαζόμενου (χαρά, εκμάθηση δεξιοτήτων, απόκτηση εμπειρίας κτλ) πηγάζει από το να κάνει «χαρούμενους» και «ικανοποιημένους» εκείνους στους οποίους προσφέρει την «εθελοντική» εργασία του –δηλαδή, τόσο την επιχείρηση (MEGA) και τους managers-coachers της (δάσκαλους-αξιολογητές-εμψυχωτές) όσο και τους πελάτες-καταναλωτές της (κοινό, τηλεθεατές). Στόχος είναι η ‘ταύτιση εργαζομένου-επιχείρησης’ που μας διδάσκουν τα βιβλία μάνατζμεντ και οργανωσιακής ψυχολογίας ·οι επιθυμίες των εργατών πρέπει να ευθυγραμμίζονται και να προβλέπουν τις επιθυμίες της επιχείρησης (με την οποία υποτίθεται έχουν «κοινά» συμφέροντα), ώστε να είναι ήδη προσαρμοσμένες και σε συμφωνία με αυτή.[10]
Αυτό που έχει βέβαια σημασία δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο νικητής θα είναι ένας, αλλά η προσπάθεια που γίνεται ώστε αυτό να μη φανεί, να δοθεί η εικόνα πως εδώ είμαστε όλοι ίσοι και περνάμε καλά, αυτή είναι η ιδεολογική λειτουργία του προγράμματος που αντανακλά το πέρασμα στον κόσμο των επιχειρήσεων από το «εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια» στο «εδώ είμαστε όλοι φίλοι», απλά κάποιος θα πάρει προαγωγή αλλά ας μην χαλάσουμε την ωραία ατμόσφαιρα, ας δούμε αυτήν τη νίκη/προαγωγή ως μέρος του παιχνιδιού. Η φήμη πως στο Music School χρησιμοποιούνται ψυχολόγοι που διασφαλίζουν πως τα παιδιά δεν θα βγουν τραυματισμένα από αυτή την διαδικασία είναι άκρως υποκριτική. Τα παιδιά γνωρίζουν καλά από το σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες την κουλτούρα του ανταγωνισμού και έχουν «πληγωθεί» αρκετές φορές. Αυτό που στην ουσία καταδεικνύει η συμμετοχή των ψυχολόγων καθώς και οι ψυχολογία με την οποία η παρουσιάστρια και οι κριτές τροφοδοτούν τα παιδιά, είναι η σημασία της ψυχολογίας για την παραγωγή της κατάλληλης ατμόσφαιρας και «ασφαλών» διεργασιών μέσα από τις οποίες η εκμετάλλευση παρουσιάζεται ως ένα όμορφο παιχνίδι.[11]
Χρησιμοποιώντας μια ψυχολογική ορολογία και ερωτήσεις του στυλ «πως ένιωσες;» ή «είχες άγχος;», οι κριτές καλούν τα παιδιά να υιοθετήσουν ένα ψυχολογικό βλέμμα, που λειτουργεί δικαιολογώντας την καταπίεση, την εκμετάλλευση και τις λογικές ανταγωνισμού, οι οποίες μεταφράζονται σε όρους όπως ‘ανασφάλεια’, ‘συστολή’ ή ‘άγχος’, που το κάθε παιδί οφείλει να «βελτιώσει» και να «διαχειριστεί» ξεχωριστά, ως ατομικό του «πρόβλημα».[12] Αυτή η ψυχολογική γλώσσα ασκεί έντονη βία, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται η έκθεση και η «αντικειμενοποίηση» του εαυτού, η εξονυχιστική αξιολόγηση-βαθμολόγηση της απόδοσης, της παραγωγικότητάς του και η επισήμανση των «ατελειών» που πρέπει να βελτιωθούν κάτω απ’ τα επιτηρητικά βλέμματα κριτών, κοινού και τηλεθεατών.
Για το ζήτημα του Music School, οι –λαλίστατοι για κάθε άλλο θέμα– ψυχολόγοι έχουν καταπιεί τις γλώσσες τους, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις (βλ. http://kerentzis.blogspot.gr/2014/06/the-voice-kids-music-school.html). Ωστόσο, το πρόβλημα με τις ψυχολογικού τύπου κριτικές είναι πως περιορίζονται σε ένα επίπεδο ‘ψυχολογικού τραύματος’ ή ‘κακοποίησης’, αναπαράγοντας παράλληλα μια πολύ προβληματική θυματοποίηση των παιδιών. Αντίθετα, εκείνο που χρειάζεται να προσέξουμε είναι οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης και υποκειμενοποίησης-καθυπόταξης που διαπερνούν τη συγκεκριμένη εκπομπή, καθώς και το πώς ο μετασχηματισμός που συμβαίνει στον όψιμο καπιταλισμό στη συναισθηματική ωρίμανση των παιδιών –μετασχηματισμός που ενισχύεται τόσο μέσα από την τάση sexουαλικοποίησής τους όσο και από τη ‘συναισθηματική εργασία’ τους σε talent show όπως το Music School– συνδέεται με τη μετατροπή της ίδιας της παιδικής ηλικίας σε εμπόρευμα · σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και παραγωγής κέρδους.
[4] Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα την περίπτωση του Brendan Jordan, ενός gay έφηβου που έγινε γνωστός από ένα video στο οποίο εμφανίζονταν να χορεύει, και «είχε την τύχη» να γίνει τόσο διάσημος ώστε να τον καλεί στην εκπομπή της η Queen Latifah, να του στέλνει μηνύματα η Lady Gaga και να συμμετέχει στην καμπάνια της American Apparel. Υπάρχει μία τάση όπου τα gay αγόρια sexouαλικοποιούν όλη την υπόστασή τους με διάφορους τρόπους.
[11] Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε πως η συστηματική πίεση που δέχονται τα παιδιά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κριτών αποκρύπτεται επιδέξια ή εμφανίζεται φευγαλέα κυρίως στη στιγμή της αξιολόγησης, της ανακοίνωσης του νικητή ή εκφράζεται έμμεσα με παράπονα για τη δυσκολία των κομματιών.
[12] «ντροπαλή, πρέπει να αποβάλλει την ανασφάλεια και να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της», «να κάνεις πράγματα για να ξεπεράσεις τη συστολή», «έχεις άγχος παραπάνω από το κανονικό», «σίγουρη για τον εαυτό της. έχει αυτοπεποίθηση», «απέβαλλες το άγχος», «δεν πιστεύω να ‘χουμε άγχος», «ανέβηκες με σιγουριά, απέβαλες ανασφάλειες», «η καλύτερή σου φορά χωρίς αμφιβολία. επιτέλους ανέβηκες με σιγουριά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου